Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επανακτώ την

  • 1 возвратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ащённый, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.
    1. επιστρέφω, αποδίνω, επαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    возвратить взятые взаймы деньги επιστρέφω τα δανικά χρήματα, που πήρα•

    возвратить пленных επιστρέφω τους αιχμαλώτους.

    2. (επ)ανακτώ•

    возвратить силы επανακτώ τις δυνάμεις•

    возвратить здоровье επανακτώ την υγεία.

    3. γυρίζω υποχρεώνω να γυρίσει, να επιστρέψει•

    возвратить гонца с дороги γυρίζω τον αγγελιοφόρο από το δρόμο.

    εκφρ.
    возвратить к жизни – επαναφέρω στη ζωή.
    1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξανάρχομαι, επανακάμπτω.
    2. (επ)ανακτιέμαι, επανέρχομαι•

    сознание у больного -лось ο άρρωστος επανέκτησε τις αισθήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > возвратить

  • 2 όραση

    [-ις (-εως)] η зрение;
    τό αισθητήριο[ν] της οράσεως орган зрения, глаз;

    ασθενής ( — или ασθενική, αδύνατη) όρασ — слабое зрение;

    τό πεδίο της όρασης — поле зрения;

    αυτό έχει εκφύγει τελείως απ' το πεδίο της όράσης του это совершенно выпало у него из поля зрения, он совершенно забыл об этом;

    χάνω την όραση — терять зрение, лишаться зрения;

    επανακτώ την όραση — прозревать;

    ανάκτηση της όρασης — прозрение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όραση

  • 3 υπόληψη

    [-ις (-εως)] η
    1) уважение; почтение;

    τρέφω βαθείαν υπόληψιν προς... — чувствовать глубокое уважение к...;

    έχω υπόληψη — пользоваться уважением;

    δεν έχω σε υπόληψη κάτι — не любить чего-л.;

    μεθ' υπολήψεως с почтением;

    άνθρωπος με υπόληψη — уважаемый, почтенный человек;

    2) репутация;
    επανακτώ την υπόληψη μου восстановить свою репутацию;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπόληψη

  • 4 репутация

    репутац||ия
    ж ἡ φήμη, τό ὅνομα, ἡ ὑπόληψη:
    пользоваться хорошей \репутацияией ἔχω καλό ὅνομα· восстановить свою \репутацияию ἐπανακτώ τήν ὑπόληψή μου.

    Русско-новогреческий словарь > репутация

  • 5 прозревать

    [πραζριβάτ'] ρ. επανακτώ την όρασή μου, αναβλέπω

    Русско-греческий новый словарь > прозревать

  • 6 прозревать

    [πραζριβάτ'] ρ επανακτώ την όρασή μου, αναβλέπω

    Русско-эллинский словарь > прозревать

  • 7 завоевать

    -воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завоеванный, вр: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταχτώ, κυριεύω•

    завоевать страну παταχτώ χωρά•

    обратно επανακτώ, ξανακυριεύω.

    2. αποκτώ, κερδίζω, παίρνω•

    завоевать победу κατακτώ τη λευτεριά•

    завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη•

    завоевать победу κερδίζω τη νίκη.

    || ελκύω, σαγηνεύω, αιχμαλωτίζω•

    он -ал ее с первого взгляда αυτός την κατάχτησε με την πρώτη ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > завоевать

  • 8 приобрести

    ρ.σ.μ. αποκτώ, κτώμαι κερδίζω•

    приобрести состояние αποκτώ περιουσία•

    приобрести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    приобрести опыт αποκτώ πείρα•

    приобрести доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη•

    уважение, дружбу честных людей κερδίζω την εκτίμηση, τη φιλία των τίμιων ανθρώπων•

    знания αποκτώ γνώσεις•

    приобрести плохую репутацию παίρνω κακή φήμη (όνομα)•

    приобрести вновь επανακτώ.

    Большой русско-греческий словарь > приобрести

  • 9 прозревать

    прозр||евать
    несов
    1. ἐπανακτώ (или ἀνακτώ) τήν ὅρασή μου, ἀναβλεπω·
    2. перен ἀναβλέπω, μοῦ ἀνοίγονται τά μάτια.

    Русско-новогреческий словарь > прозревать

См. также в других словарях:

  • επανακτώ — (AM ἐπανακτῶμαι, άομαι) [κτω] αποκτώ ξανά κάτι που είχε χαθεί ή αφαιρεθεί («επανέκτησε την περιουσία του») μσν. διασώζω κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • ξαναβλέπω — 1. βλέπω κάποιον ξανά 2. επανακτώ την όρασή μου 3. σκέπτομαι κάτι ξανά, εξετάζω κάτι για δεύτερη φορά …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»